χασμουριάρης

χασμουριάρης
ο , χασμουριάρα η тот, кто часто зевает

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χασμουριάρης" в других словарях:

  • χασμουριάρης — α, ικο, Ν αυτός που χασμουριέται συχνά. επίρρ... χασμουριάρικα Ν σαν τον χασμουριάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουρ ιέμαι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κλαψ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • χασμουριάρης — ο θηλ. χασμουριάρα αυτός που χασμουριέται συχνά, νυσταλέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»